- ὄσδω
- ὄζοςboughmasc nom/voc/acc dual (aeolic)ὄζοςboughmasc gen sg (doric aeolic)ὄζωsmellpres subj act 1st sg (doric)ὄζωsmellpres ind act 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όσδω — ὄσδω (Α) (αιολ. τ.) βλ. όζω … Dictionary of Greek
ὄσδῳ — ὄζος bough masc dat sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκόμηλο — (AM γλυκύμηλον, Α και γλυκύμαλον, αιολ. και δωρ. τ., Μ και γλυκόμηλον) ο καρπός τής γλυκομηλιάς (α. «έκαμν άνθη το πουρνό και γλυκόμηλα το βράδυ», Γ. Βιζυηνός β. «οἷον τὸ γλυκύμαλον ἐρεύθεται ἄκρῳ ἐπ ὄσδῳ» κοκκινίζει σαν το γλυκόμηλο στην άκρη… … Dictionary of Greek
ποτόσδω — και ποτόδδω Α (δωρ. τ.) προσόξω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. ποτί) + ὄσδω / ὄζω] … Dictionary of Greek
όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… … Dictionary of Greek